ἄκερος

ἄκερος
ἄκερος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άκερος — (aceras). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών. Τo μοναδικό είδος του γένους είναι ο α. ο ανθρωποφόρος.Πρόκειται για αυτοφυές φυτό της Ελλάδας, ιθαγενές των παραμεσογειακών περιοχών. Έχει φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • ἄκερα — ἄκερος neut nom/voc/acc pl ἄκερος nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκερον — ἄκερος masc/fem acc sg ἄκερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκεροι — ἄκερος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκερων — ἄκερω̆ν , ἄκερος masc/fem/neut gen pl ἄκερω̆ν , ἄκερος masc/fem acc sg ἄκερω̆ν , ἄκερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκερως — ἄκερω̆ς , ἄκερος adverbial ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom pl ἄκερω̆ς , ἄκερος masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκερω — ἄκερω̆ , ἄκερος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄκερω̆ , ἄκερος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκερως — ἄκερως ( ω), ων (Α) ο άκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος τής λ. κέρας] …   Dictionary of Greek

  • ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • δίκερος — η, ο (Μ δίκερος, ον) δικέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας (πρβλ. άκερος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”